θεαγός

θεαγός
θεᾱγός, , ([etym.] θεός, ἄγω)
A priest who carried images of the gods in Egypt, PPetr.3P.239 (iii B.C.), PTeb.61 (b).59 (ii B.C.), PRyl.196.14 (ii A.D.), etc.:—fem. [full] θεάγισσα, , PSI9.1039.45 (iii A.D.), al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θεαγός — θεαγός, ὁ, θηλ. θεάγισσα (Α) (στην Αίγυπτο) ιερέας ή ιέρεια που κρατούσε ξόανα τών θεών κατά τις λιτανείες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θε (βλ. θεο ) + αγός (< άγω), πρβλ. βο αγός. ξεν αγός] …   Dictionary of Greek

  • συνθεαγός — ὁ, Α αυτός που είναι θεαγός* από κοινού με άλλον, δηλαδή ιερέας που κρατά ξόανα τών θεών κατά τις λιτανείες. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θεαγός«ιερέας που κρατούσε ξόανα τών θεών κατά τις λιτανείες»] …   Dictionary of Greek

  • θεάγισσα — θεάγισσα, η (Α) θηλ. τού θεαγός* …   Dictionary of Greek

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”